- κατασυκοφαντώ
- κατασυκοφάντησα, κατασυκοφαντήθηκα, κατασυκοφαντημένος, συκοφαντώ σε μεγάλο βαθμό: Τι σου έκανε και τον κατασυκοφαντείς;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατασυκοφαντώ — (Α κατασυκοφαντῶ, έω) νεοελλ. συκοφαντώ κάποιον σε μεγάλο βαθμό, με πάθος και επιμονή αρχ. (σχόλ.) επικρίνω εμπαθώς, κατηγορώ κάποιον με πάθος … Dictionary of Greek
κατασυκοφαντῶ — κατασυκοφαντέω criticize captiously pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατασυκοφαντέω criticize captiously pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασυκοφάντηση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κατασυκοφαντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατασυκοφαντῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
καταρραδιουργώ — έω προσπαθώ να βλάψω κάποιον με ραδιουργίες, κατασυκοφαντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥαδιουργῶ «φέρομαι με δολιότητα, διαβάλλω». Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek